Η εγκυμοσύνη συνδέεται με αλλαγή στην ευαισθησία των κυττάρων μας στην ινσουλίνη, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε μεταβολές των επιπέδων γλυκόζης (ζαχάρου) στο αίμα μας. Κατά μέσο όρο, 1 στις 20 εγκύους γυναίκες μπορεί να παρουσιάσει σακχαρώδη διαβήτη κύησης, χωρίς να γνωρίζει ότι έχει σακχαρώδη διαβήτη.
Ο ευρέως αποδεκτός ορισμός για τον Διαβήτη της Κύησης (GDM) είναι αυτός που δίνεται από την American Diabetes Association (ADA) «GDM… κάθε βαθμού δυσανεξία στη γλυκόζη με έναρξη ή πρώτη αναγνώριση διαρκούσης της εγκυμοσύνης» . Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ο πλακούντας παράγει ορμόνες που βοηθούν το έμβρυο να μεγαλώσει. Οι ορμόνες αυτές κάνουν την πιο δύσκολη τη δράση της ινσουλίνης στο σώμα, της ορμόνης που βοηθά το σώμα να χρησιμοποιεί το σάκχαρο που παίρνει από τις τροφές (οι ορμόνες αυτές προκαλούν δηλαδή αντίσταση στην ινσουλίνη). Στις γυναίκες με διαβήτη κύησης το πάγκρεας δεν μπορεί να ανταπεξέλθει σ ’αυτές τις αυξημένες ανάγκες, με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα. Ο διαβήτης κύησης υποχωρεί σχεδόν πάντα μετά την αφαίρεση του πλακούντα, αλλά μπορεί να ξαναεμφανιστεί σε επόμενη εγκυμοσύνη ή με την αύξηση της ηλικίας.